Ό Ναός της Βέστα - Constantin Hölscher. ΕΣΤΙΑΔΕΣ |
ΒΑΘΕΙΑ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν' ἀπ' τὴν Πολιτεία τὴν κοιμισμένη·
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μιὰ φωνή,
πάν' ἀπ' τὴν Πολιτεία τὴν κοιμισμένη·
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μιὰ φωνή,
τρόμου φωνή−κι ὅλοι πετιοῦνται ἀλλαλιασμένοι.
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ' ἐλπίδα πῶς μπορεῖ νἆν ψεύτρα ἡ συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
ὄχι μ' ἐλπίδα πῶς μπορεῖ νἆν ψεύτρα ἡ συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρῃασαν τὰ μνήματ' ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴν κρίση,
κ' ἐνῶ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνᾶ
μὴν τύχῃ τρέμουνε κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσῃ.
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴν κρίση,
κ' ἐνῶ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνᾶ
μὴν τύχῃ τρέμουνε κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσῃ.
Μ' ἕνα πνιχτὸ μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ Ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴν Πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτὴ
ἕνα τὰ μύρια γίνουνται μάτια νὰ ἰδοῦνε.
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ Ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴν Πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτὴ
ἕνα τὰ μύρια γίνουνται μάτια νὰ ἰδοῦνε.
Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας των ἀρετῆς
τὸ σχῆμα τ' ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ Βωμὸν ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἑστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.
τὸ σχῆμα τ' ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ Βωμὸν ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἑστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.
Τὸ κρῖμα τοὺς ἐστάθηκε μιὰ ἄβουλη ἀναμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ −σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πὄσβυσε, δὲν τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότης.
κι ἀραθυμιὰ −σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πὄσβυσε, δὲν τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότης.
Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φούχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ' ἔλπιση δὲν ἔχει μείνῃ.
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ' ἔλπιση δὲν ἔχει μείνῃ.
Κ' εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία· ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλῃ
κάμῃ τὸ θᾶμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ' ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του κάτω στείλῃ.
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλῃ
κάμῃ τὸ θᾶμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ' ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του κάτω στείλῃ.
Κι ἂν εἶν καὶ πέσῃ ἀπάνω τους, ἂς πέσῃ! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κ' οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποῦ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τους τὸν προσκαλοῦνε.
τὸ δίκιο κ' οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποῦ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τους τὸν προσκαλοῦνε.
……………………………………………..
Τάχα τὸ θᾶμα κ' ἔγινε;−πές μου το νὰ σ' τὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πὄσβυσεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζῇ καὶ ζένεται −μὲ τὸ σκοπό της!
Τάχα τὸ θᾶμα κ' ἔγινε;−πές μου το νὰ σ' τὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πὄσβυσεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζῇ καὶ ζένεται −μὲ τὸ σκοπό της!
Ι. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και Τερρακότες,
Αθήνα, Εστία, 1928, σ. σ. 147−49
Των Εστιάδων η «ανεμελιά κι αραθυμία», έγινε η αιτία να σβήσει το Ιερόν Πύρ από τον Βωμό της Εστίας !....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλήθεια, μήπως μέσα στον ιστόν αυτού του ποιήματος αναγνωρίζουμε κάποια δική μας αντίστοιχη τραγωδία ;!
Μήπως μας έρχεται στον νού η δική μας «ανεμελιά κι αραθυμία», η οποία οδήγησε στο σβήσιμο της Ιερής Φλόγας από τον Βωμό της δικής μας Εστίας, της Ελλάδος ;!
Κάποιοι εξ ημών δεν ψάχνουν αλαφιασμένοι στην χόβολη αυτού του Βωμού, μήπως και βρούν την σπίθα, η οποία θα αναζωπυρώσει αυτήν την Ιερή Φλόγα ;!
Πόσο μπροστά από την εποχή του τρέχει η σκέψις του Ποιητή!!....Και πόσο διαφορετικά θα ήταν σήμερα τα πράγματα, αν τιμούσαμε τους Ποιητές μας ακούγοντάς τους !!...
Ας ψάξουμε λοιπόν απεγνωσμένα, μέσα στις στάχτες του Βωμού μας, ας ψάξουμε να δούμε μήπως έμειναν οι σπίθες, οι οποίες θα ανάψουν πάλι την Ιερήν Φλόγα !
Διότι η Ιερή Φλόγα, θα ανάψει πάλι στον Βωμόν της Ελλάδος! Είτε από τις σπίθες μας, είτε από τον Ουράνιον Πατρώον Κεραυνό !!...
Μόνον που στην δεύτερη περίπτωσιν θα κατακαύσει και εμάς !!...
ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ.
Θρήνος δυσβάσταχτος κατακλύζει την ψυχή μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήπου αναγνωρίζει σε αυτούς τους στίχους την ίδια τραγωδία,
όταν στην χόβολη ψάχνω για μια σπίθα.
Και ξάφνου μια ελπίδα ξεπηδάει απ' τις στάχτες,
όταν τα χέρια μου αγγίζουν και άλλα χέρια,
όταν τα μάτια μου βλέπουν κι άλλα μάτια,
καθώς των Εστιάδων οι ψυχές στον ιερό βωμό επιστρέφουν.
Τότε ο ναός του Πυρός του Πνεύματος μοιάζει να αναζωπυρώνεται από την φλόγα των ψυχών που την Ιερή Εστία περιτριγυρίζουν...
Καλημέρα αγαπημένε μου Μεγιστία!!
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΨΟΥΜΕ ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΠΥΡ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΒΩΜΟΥΣ ΜΕΓΙΣΤΙΑ ΜΟΥ! ΝΑ ΦΩΤΙΣΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΝ ΠΡΩΤΟΙΣ! ΝΑ ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΘΟΥΝ ΟΙ ΞΕΠΑΓΙΑΣΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή